Translation meaning & definition of the word "ivory" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "ιστορία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ivory
[Ελεφαντόδοντο]/aɪvəri/
noun
1. A hard smooth ivory colored dentine that makes up most of the tusks of elephants and walruses
- synonym:
- ivory ,
- tusk
1. Μια σκληρή λεία οδοντίνη με λευκό ελεφαντόδοντο που αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος των χαυλιόδοντων ελεφάντων και θαλάσσιων
- συνώνυμο:
- ελεφαντόδοντο ,
- τουσκ
2. A shade of white the color of bleached bones
- synonym:
- bone ,
- ivory ,
- pearl ,
- off-white
2. Μια απόχρωση του λευκού το χρώμα των λευκασμένων οστών
- συνώνυμο:
- οστό ,
- ελεφαντόδοντο ,
- μαργαριτάρι ,
- εκτός λευκού