Translation meaning & definition of the word "iva" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δες" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Iva
[Ίβα]/ivə/
noun
1. Any of various coarse shrubby plants of the genus iva with small greenish flowers
- Common in moist areas (as coastal salt marshes) of eastern and central north america
- synonym:
- marsh elder ,
- iva
1. Οποιοδήποτε από τα διάφορα χονδροειδή φυτά θάμνων του γένους με τα μικρά πρασινωπά λουλούδια
- Συχνές σε υγρές περιοχές (ας παράκτια άλατα έλη) της ανατολικής και κεντρικής βόρειας αμερικής
- συνώνυμο:
- βαλτώδησ ,
- ίβα