Translation meaning & definition of the word "itemize" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποτελεσματοποίηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Itemize
[Αναπαριστώ]/aɪtəmaɪz/
verb
1. Specify individually
- "She enumerated the many obstacles she had encountered"
- "The doctor recited the list of possible side effects of the drug"
- synonym:
- enumerate ,
- recite ,
- itemize ,
- itemise
1. Καθορίστε ξεχωριστά
- "Απαρίθμησε τα πολλά εμπόδια που είχε συναντήσει"
- "Ο γιατρός απήγγειλε τον κατάλογο των πιθανών παρενεργειών του φαρμάκου"
- συνώνυμο:
- απαριθμεί ,
- απαγγέλλω ,
- παρατίθεμαι ,
- αναλυτικό
2. Place on a list of items
- "Itemize one's tax deductions"
- synonym:
- itemize ,
- itemise
2. Τοποθετήστε το σε μια λίστα με τα στοιχεία
- "Αποδείξτε τις φορολογικές μειώσεις"
- συνώνυμο:
- παρατίθεμαι ,
- αναλυτικό