Translation meaning & definition of the word "itchy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αδέσποτο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Itchy
[Ιτσι]/ɪʧi/
adjective
1. Nervous and unable to relax
- "A constant fretful stamping of hooves"
- "A restless child"
- synonym:
- antsy ,
- fidgety ,
- fretful ,
- itchy
1. Νευρικός και ανίκανος να χαλαρώσει
- "Μια συνεχής ανεπανάληπτη σφράγιση των οπλών"
- "Ένα ανήσυχο παιδί"
- συνώνυμο:
- μυρμηγκιών ,
- παραπλανητικόσ ,
- ανεπαίσθητοσ ,
- φαγούρα
2. Causing an irritating cutaneous sensation
- Being affect with an itch
- "He had an itchy toe from the mosquito bite"
- synonym:
- itchy
2. Προκαλώντας μια ερεθιστική δερματική αίσθηση
- Επηρεάζεται με φαγούρα
- "Είχε ένα φαγούρα δάχτυλο από το δάγκωμα του κουνουπιού"
- συνώνυμο:
- φαγούρα
Examples of using
My eyes feel itchy.
Τα μάτια μου αισθάνονται φαγούρα.
My nose is itchy.
Η μύτη μου είναι φαγούρα.
My scalp is very itchy.
Το τριχωτό της κεφαλής μου είναι πολύ φαγούρα.