Translation meaning & definition of the word "isotope" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ισότοπο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Isotope
[Ισότοπο]/aɪsətoʊp/
noun
1. One of two or more atoms with the same atomic number but with different numbers of neutrons
- synonym:
- isotope
1. Ένα από τα δύο ή περισσότερα άτομα με τον ίδιο ατομικό αριθμό, αλλά με διαφορετικούς αριθμούς νετρονίων
- συνώνυμο:
- ισότοπο