Translation meaning & definition of the word "irreversible" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναστρέψιμη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Irreversible
[Ανεπανόρθωτοσ]/ɪrɪvərsəbəl/
adjective
1. Incapable of being reversed
- "Irreversible momentum toward revolution"
- synonym:
- irreversible
1. Ανίκανος να αντιστραφεί
- "Αναστρέψιμη ορμή προς την επανάσταση"
- συνώνυμο:
- μη αναστρέψιμη
Examples of using
But few people ponder over the fact that copying English words, terms and phrases causes irreversible mental changes.
Αλλά λίγοι άνθρωποι σκέφτονται το γεγονός ότι η αντιγραφή αγγλικών λέξεων, όρων και φράσεων προκαλεί μη αναστρέψιμες ψυχικές αλλαγές.
The death penalty is final and irreversible.
Η θανατική ποινή είναι οριστική και μη αναστρέψιμη.
The death penalty is final and irreversible.
Η θανατική ποινή είναι οριστική και μη αναστρέψιμη.