Translation meaning & definition of the word "irreverent" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αιρετικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Irreverent
[Ανεξέλεγκτοσ]/ɪrɛvərənt/
adjective
1. Showing lack of due respect or veneration
- "Irreverent scholars mocking sacred things"
- "Noisy irreverent tourists"
- synonym:
- irreverent
1. Εμφάνιση έλλειψης δέοντος σεβασμού ή λατρείας
- "Ανεξάρτητοι μελετητές κοροϊδεύουν ιερά πράγματα"
- "Αναίσθητοι τουρίστες"
- συνώνυμο:
- ανεπανόρθωτοσ
2. Characterized by a lightly pert and exuberant quality
- "A certain irreverent gaiety and ease of manner"
- synonym:
- impertinent ,
- irreverent ,
- pert ,
- saucy
2. Χαρακτηρίζεται από μια ελαφρώς διαταραγμένη και πληθωρική ποιότητα
- "Μια ορισμένη ασεβής ευθυμία και ευκολία του τρόπου"
- συνώνυμο:
- αυθάδησ ,
- ανεπανόρθωτοσ ,
- ταλαιπωρώ ,
- πιατάκι
3. Not revering god
- synonym:
- godless ,
- irreverent
3. Δεν αντανακλά τον θεό
- συνώνυμο:
- άθεοσ ,
- ανεπανόρθωτοσ