Translation meaning & definition of the word "irresistible" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναλλοίωτο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Irresistible
[Ακαταμάχητοσ]/ɪrɪzɪstəbəl/
adjective
1. Impossible to resist
- Overpowering
- "Irresistible (or resistless) impulses"
- "What happens when an irresistible force meets an immovable object?"
- synonym:
- irresistible ,
- resistless
1. Αδύνατο να αντισταθείς
- Υπερβολική ενέργεια
- "Αναλλοίωτες παρορμήσεις ( χωρίς αντίσταση)"
- "Τι συμβαίνει όταν μια ακαταμάχητη δύναμη συναντά ένα ακίνητο αντικείμενο?"
- συνώνυμο:
- ακαταμάχητοσ ,
- αντίσταση
2. Overpoweringly attractive
- "Irresistible beauty"
- synonym:
- irresistible
2. Εντελώς ελκυστικά
- "Ανεξίτηλη ομορφιά"
- συνώνυμο:
- ακαταμάχητοσ
Examples of using
I find you irresistible.
Σε βρίσκω ακαταμάχητο.
The urge to brag on his recent successes was irresistible.
Η επιθυμία να καυχηθεί για τις πρόσφατες επιτυχίες του ήταν ακαταμάχητη.
The Dodgers went on winning with irresistible force.
Οι Ντότζερς συνέχισαν να κερδίζουν με ακαταμάχητη δύναμη.