Translation meaning & definition of the word "ironically" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ειρωνικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ironically
[Ειρωνικά]/aɪrɑnɪkli/
adverb
1. Contrary to plan or expectation
- "Ironically, he ended up losing money under his own plan"
- synonym:
- ironically
1. Σε αντίθεση με το σχέδιο ή την προσδοκία
- "Ειρωνικά, κατέληξε να χάσει χρήματα με το δικό του σχέδιο"
- συνώνυμο:
- ειρωνικά
2. In an ironic manner
- "She began to mimic him ironically"
- synonym:
- ironically
2. Με ειρωνικό τρόπο
- "Αρχίζει να τον μιμείται ειρωνικά"
- συνώνυμο:
- ειρωνικά