Translation meaning & definition of the word "ironclad" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σιδερωτό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ironclad
[Σιδηροκλειστό]/aɪərnklæd/
noun
1. A wooden warship of the 19th century that is plated with iron or steel armor
- synonym:
- ironclad
1. Ένα ξύλινο πολεμικό πλοίο του 19ου αιώνα που είναι επιχρυσωμένο με σιδερένια ή ατσάλινη πανοπλία
- συνώνυμο:
- σιδερένια
adjective
1. Sheathed in iron plates for protection
- synonym:
- ironclad
1. Επεξεργασμένο σε σιδερένιες πλάκες για προστασία
- συνώνυμο:
- σιδερένια
2. Inflexibly entrenched and unchangeable
- "Brassbound traditions"
- "Brassbound party loyalists"
- "An ironclad rule"
- synonym:
- ironclad ,
- brassbound
2. Άκαμπτα εδραιωμένο και αμετάβλητο
- "Εμπορικές παραδόσεις"
- "Πιστοί στο κόμμα"
- "Ένας σιδερένιος κανόνας"
- συνώνυμο:
- σιδερένια ,
- περιστρεφόμενοσ