Translation meaning & definition of the word "iridium" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ιρίδιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Iridium
[Ιρίδιο]/ɪrɪdiəm/
noun
1. A heavy brittle metallic element of the platinum group
- Used in alloys
- Occurs in natural alloys with platinum or osmium
- synonym:
- iridium ,
- Ir ,
- atomic number 77
1. Ένα βαρύ εύθραυστο μεταλλικό στοιχείο της ομάδας πλατίνας
- Χρησιμοποιημένος στα κράματα
- Εμφανίζεται σε φυσικά κράματα με πλατίνα ή όσμιο
- συνώνυμο:
- ιρίδιο ,
- Παρεμπιπτόντωσ ,
- ατομικός αριθμός 77