Translation meaning & definition of the word "iridescent" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ιριδεύς" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Iridescent
[Άγοροσ]/ɪrədɛsənt/
adjective
1. Varying in color when seen in different lights or from different angles
- "Changeable taffeta"
- "Chatoyant (or shot) silk"
- "A dragonfly hovered, vibrating and iridescent"
- synonym:
- changeable ,
- chatoyant ,
- iridescent ,
- shot
1. Ποικίλλει στο χρώμα όταν φαίνεται σε διαφορετικά φώτα ή από διαφορετικές γωνίες
- "Μεταβλητή ταφτά"
- "Καταλαβαίνω (ορ κυνηγημένο) μετάξι"
- "Μια λιβελούλα που αιωρείται, δονείται και ιριδίζουσα"
- συνώνυμο:
- μεταβλητόσ ,
- επιτηδευμένοσ ,
- ιριδίζον ,
- πυροβολισμός
2. Having a play of lustrous rainbow colors
- "An iridescent oil slick"
- "Nacreous (or pearlescent) clouds looking like mother-of-pearl"
- "A milky opalescent (or opaline) luster"
- synonym:
- iridescent ,
- nacreous ,
- opalescent ,
- opaline ,
- pearlescent
2. Έχοντας ένα παιχνίδι των λαμπερών χρωμάτων ουράνιου τόξου
- "Μια ιριδίζουσα λαδόκολλα"
- "Πεντακάθαρα μαργαριταρένια σύννεφα ( που μοιάζουν με μητέρα του πασχαλιού"
- "Μια γαλακτώδης οπαλίζουσα ( ή οπαλιν) λάμψη"
- συνώνυμο:
- ιριδίζον ,
- νακρεοειδήσ ,
- οπαλίζουσα ,
- οπαλίνη ,
- μαργαριταρένιο