Translation meaning & definition of the word "ire" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ελάτε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ire
[Είμαι]/aɪr/
noun
1. A strong emotion
- A feeling that is oriented toward some real or supposed grievance
- synonym:
- anger ,
- choler ,
- ire
1. Ένα ισχυρό συναίσθημα
- Ένα συναίσθημα που προσανατολίζεται προς κάποιο πραγματικό ή υποτιθέμενο παράπονο
- συνώνυμο:
- θυμός ,
- χολέρα ,
- ενοικίαση
2. Belligerence aroused by a real or supposed wrong (personified as one of the deadly sins)
- synonym:
- wrath ,
- anger ,
- ire ,
- ira
2. Πολεμική αναφορά που προκλήθηκε από ένα πραγματικό ή υποτιθέμενο λάθος (προσωποποιήθηκε ως ένα από τα θανατηφόρα αμαρτήματα)
- συνώνυμο:
- οργή ,
- θυμός ,
- ενοικίαση ,
- ιρά