Translation meaning & definition of the word "iodine" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ιώδης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Iodine
[Ιώδιο]/aɪədaɪn/
noun
1. A nonmetallic element belonging to the halogens
- Used especially in medicine and photography and in dyes
- Occurs naturally only in combination in small quantities (as in sea water or rocks)
- synonym:
- iodine ,
- iodin ,
- I ,
- atomic number 53
1. Ένα μη μεταλλικό στοιχείο που ανήκει στα αλογόνα
- Χρησιμοποιείται ειδικά στην ιατρική και τη φωτογραφία και στις βαφές
- Εμφανίζεται φυσικά μόνο σε συνδυασμό σε μικρές ποσότητες (α σε θαλασσινό νερό ή βράχια)
- συνώνυμο:
- ιώδιο ,
- ιωδίνη ,
- Εγώ ,
- ατομικός αριθμός 53
2. A tincture consisting of a solution of iodine in ethyl alcohol
- Applied topically to wounds as an antiseptic
- synonym:
- tincture of iodine ,
- iodine
2. Ένα βάμμα που αποτελείται από διάλυμα ιωδίου σε αιθυλική αλκοόλη
- Εφαρμόζεται τοπικά σε πληγές ως αντισηπτικό
- συνώνυμο:
- βάμμα ιωδίου ,
- ιώδιο
Examples of using
The doctor painted Tom's throat with iodine.
Ο γιατρός ζωγράφισε το λαιμό του Τομ με ιώδιο.
Fluorine, chlorine, bromine, iodine and astatine are halogens.
Το φθόριο, το χλώριο, το βρώμιο, το ιώδιο και η αστατίνη είναι αλογόνα.