Translation meaning & definition of the word "io" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Io
[Ιώ]/aɪoʊ/
noun
1. (greek mythology) a maiden seduced by zeus
- When hera was about to discover them together zeus turned her into a white heifer
- synonym:
- Io
1. (ελληνική μυθολογία) μια παρθένα που αποπλανήθηκε από τον δία
- Όταν η ήρα ήταν έτοιμη να τους ανακαλύψει μαζί, ο δίας την μετέτρεψε σε μια λευκή δεξαμενή
- συνώνυμο:
- Ιώ
2. The closest of jupiter's moons
- Has active volcanoes
- synonym:
- Io
2. Το πλησιέστερο φεγγάρι του δία
- Έχει ενεργά ηφαίστεια
- συνώνυμο:
- Ιώ