Translation meaning & definition of the word "inward" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εσωτερικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Inward
[Εσωτερικόσ]/ɪnwərd/
adjective
1. Relating to or existing in the mind or thoughts
- "A concern with inward reflections"
- synonym:
- inward
1. Σχετικά με ή υπάρχουν στο μυαλό ή τις σκέψεις
- "Μια ανησυχία για τις εσωτερικές σκέψεις"
- συνώνυμο:
- προς τα μέσα
2. Directed or moving inward or toward a center
- "The inbound train"
- "Inward flood of capital"
- synonym:
- inbound ,
- inward
2. Κατευθύνεται ή κινείται προς τα μέσα ή προς το κέντρο
- "Το εισερχόμενο τρένο"
- "Εσωτερική πλημμύρα κεφαλαίου"
- συνώνυμο:
- εισερχόμενοσ ,
- προς τα μέσα
adverb
1. Toward the center or interior
- "Move the needle further inwards!"
- synonym:
- inward ,
- inwards
1. Προς το κέντρο ή το εσωτερικό
- "Μετακινήστε τη βελόνα πιο μέσα!"
- συνώνυμο:
- προς τα μέσα ,
- εσωτερικά
2. To or toward the inside of
- "Come in"
- "Smash in the door"
- synonym:
- in ,
- inwards ,
- inward
2. Προς ή προς το εσωτερικό του
- "Ελάτε"
- "Λείανση στην πόρτα"
- συνώνυμο:
- μέσα ,
- εσωτερικά ,
- προς τα μέσα