Translation meaning & definition of the word "involvement" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συμμετοχή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Involvement
[Συμμετοχή]/ɪnvɑlvmənt/
noun
1. The act of sharing in the activities of a group
- "The teacher tried to increase his students' engagement in class activities"
- synonym:
- engagement ,
- participation ,
- involvement ,
- involution
1. Η πράξη της κοινής χρήσης στις δραστηριότητες μιας ομάδας
- "Ο δάσκαλος προσπάθησε να αυξήσει την εμπλοκή των μαθητών του στις ταξικές δραστηριότητες"
- συνώνυμο:
- εμπλοκή ,
- συμμετοχή ,
- επίκληση
2. A connection of inclusion or containment
- "He escaped involvement in the accident"
- "There was additional involvement of the liver and spleen"
- synonym:
- involvement
2. Σύνδεση συμπερίληψης ή περιορισμού
- "Γλίτωσε από την εμπλοκή του στο ατύχημα"
- "Υπήρξε πρόσθετη συμμετοχή του ήπατος και της σπλήνας"
- συνώνυμο:
- συμμετοχή
3. A sense of concern with and curiosity about someone or something
- "An interest in music"
- synonym:
- interest ,
- involvement
3. Αίσθηση ανησυχίας και περιέργειας για κάποιον ή κάτι τέτοιο
- "Ενδιαφέρον για τη μουσική"
- συνώνυμο:
- ενδιαφέρον ,
- συμμετοχή
4. A usually secretive or illicit sexual relationship
- synonym:
- affair ,
- affaire ,
- intimacy ,
- liaison ,
- involvement ,
- amour
4. Μια συνήθως μυστικοπαθής ή παράνομη σεξουαλική σχέση
- συνώνυμο:
- υπόθεση ,
- επιτίθεμαι ,
- οικειότητα ,
- σύνδεσμος ,
- συμμετοχή ,
- ερωτεύω
5. The condition of sharing in common with others (as fellows or partners etc.)
- synonym:
- participation ,
- involvement
5. Η κατάσταση της κοινής χρήσης με άλλους συναδέλφους ή συνεργάτες (
- συνώνυμο:
- συμμετοχή