Translation meaning & definition of the word "involved" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εμπλέκεται" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Involved
[Εμπλέκεται]/ɪnvɑlvd/
adjective
1. Connected by participation or association or use
- "We accomplished nothing, simply because of the large number of people involved"
- "The problems involved"
- "The involved muscles"
- "I don't want to get involved"
- "Everyone involved in the bribery case has been identified"
- synonym:
- involved
1. Συνδέεται με συμμετοχή ή σύνδεση ή χρήση
- "Δεν καταφέραμε τίποτα, απλά λόγω του μεγάλου αριθμού των ανθρώπων που εμπλέκονται"
- "Τα προβλήματα που εμπλέκονται"
- "Οι εμπλεκόμενοι μύες"
- "Δεν θέλω να εμπλακώ"
- "Όλοι όσοι εμπλέκονται στην υπόθεση της δωροδοκίας έχουν εντοπιστεί"
- συνώνυμο:
- εμπλεκόμενος
2. Entangled or hindered as if e.g. in mire
- "The difficulties in which the question is involved"
- "Brilliant leadership mired in details and confusion"
- synonym:
- involved ,
- mired
2. Μπλεγμένος ή εμποδιστεί σαν π.χ. στο λεπτό
- "Οι δυσκολίες στις οποίες εμπλέκεται το ερώτημα"
- "Η εξαιρετική ηγεσία βυθίστηκε σε λεπτομέρειες και σύγχυση"
- συνώνυμο:
- εμπλεκόμενος ,
- ενώνω
3. Emotionally involved
- synonym:
- involved
3. Συναισθηματικά εμπλεκόμενος
- συνώνυμο:
- εμπλεκόμενος
4. Highly complex or intricate and occasionally devious
- "The byzantine tax structure"
- "Byzantine methods for holding on to his chairmanship"
- "Convoluted legal language"
- "Convoluted reasoning"
- "The plot was too involved"
- "A knotty problem"
- "Got his way by labyrinthine maneuvering"
- "Oh, what a tangled web we weave"- sir walter scott
- "Tortuous legal procedures"
- "Tortuous negotiations lasting for months"
- synonym:
- Byzantine ,
- convoluted ,
- involved ,
- knotty ,
- tangled ,
- tortuous
4. Εξαιρετικά περίπλοκο ή περίπλοκο και περιστασιακά ύπουλο
- "Η βυζαντινή φορολογική δομή"
- "Βυζαντινές μέθοδοι για να κρατήσει την προεδρία του"
- "Συμμετοχική νομική γλώσσα"
- "Συμμετοχική λογική"
- "Η πλοκή ήταν πολύ εμπλεκόμενη"
- "Ένα αστείο πρόβλημα"
- "Ξεκίνησε το δρόμο του από δαιδαλώδεις ελιγμούς"
- "Ω, τι μπερδεμένη ύφανση στο διαδίκτυο" - σερ γουόλτερ σκοτ
- "Βαριές νομικές διαδικασίες"
- "Βαριές διαπραγματεύσεις που διαρκούν μήνες"
- συνώνυμο:
- Βυζαντινός ,
- περίπλοκο ,
- εμπλεκόμενος ,
- ανακατωμένοσ ,
- μπερδεμένος ,
- βασανιστικόσ
5. Enveloped
- "A castle involved in mist"
- "The difficulties in which the question is involved"
- synonym:
- involved
5. Περιβάλλεται
- "Ένα κάστρο που εμπλέκεται στην ομίχλη"
- "Οι δυσκολίες στις οποίες εμπλέκεται το ερώτημα"
- συνώνυμο:
- εμπλεκόμενος
Examples of using
How could it happen all by itself? It seems someone's wicked design is involved here.
Πώς μπορεί να συμβεί από μόνη της? Φαίνεται ότι ο κακός σχεδιασμός κάποιου εμπλέκεται εδώ.
I'm afraid I'll have to disappoint you. I don't want to be involved in your conversation.
Φοβάμαι ότι θα πρέπει να σε απογοητεύσω. Δεν θέλω να συμμετέχω στη συνομιλία σας.
Why did you get involved?
Γιατί εμπλέκεστε?