Translation meaning & definition of the word "inviting" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πρόσκληση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Inviting
[Πρόσκληση]/ɪnvaɪtɪŋ/
adjective
1. Attractive and tempting
- "An inviting offer"
- synonym:
- inviting
1. Ελκυστική και δελεαστική
- "Μια φιλόξενη προσφορά"
- συνώνυμο:
- προσκλητικόσ
Examples of using
Thank you for inviting us to dinner.
Σας ευχαριστούμε που μας καλέσατε σε δείπνο.
His wife liked inviting guests.
Η γυναίκα του άρεσε να προσκαλεί τους επισκέπτες.
Thank you very much for inviting me.
Σας ευχαριστώ πολύ που με καλέσατε.