Translation meaning & definition of the word "investigator" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ερευνητής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Investigator
[Ερευνητήσ]/ɪnvɛstəgetər/
noun
1. A scientist who devotes himself to doing research
- synonym:
- research worker ,
- researcher ,
- investigator
1. Ένας επιστήμονας που αφιερώνεται στην έρευνα
- συνώνυμο:
- ερευνητής ,
- ερευνητήσ
2. Someone who investigates
- synonym:
- investigator
2. Κάποιος που ερευνά
- συνώνυμο:
- ερευνητήσ
3. A police officer who investigates crimes
- synonym:
- detective ,
- investigator ,
- tec ,
- police detective
3. Αστυνομικός που ερευνά εγκλήματα
- συνώνυμο:
- ντετέκτιβ ,
- ερευνητήσ ,
- τεκ ,
- αστυνομικός ντετέκτιβ
Examples of using
She hired a private investigator.
Προσλαμβάνει έναν ιδιωτικό ερευνητή.
He hired a private investigator.
Προσλαμβάνει έναν ιδιωτικό ερευνητή.