Translation meaning & definition of the word "investigative" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ερευνητικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Investigative
[Ερευνητικόσ]/ɪnvɛstəgetɪv/
adjective
1. Designed to find information or ascertain facts
- "A fact-finding committee"
- "Investigative reporting"
- synonym:
- fact-finding ,
- investigative ,
- investigatory
1. Σχεδιασμένο για να βρίσκει πληροφορίες ή να εξακριβώνει γεγονότα
- "Επιτροπή εξετάσεων"
- "Ερευνητική αναφορά"
- συνώνυμο:
- ανακάλυψη ,
- ερευνητικόσ