Translation meaning & definition of the word "inversely" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αντιστρόφως" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Inversely
[Αντιστρόφωσ]/ɪnvərsli/
adverb
1. In an inverse or contrary manner
- "Inversely related"
- "Wavelength and frequency are, of course, related reciprocally"- f.a.geldard
- synonym:
- inversely ,
- reciprocally
1. Με αντίστροφο ή αντίθετο τρόπο
- "Αντίστροφα συνδεδεμένο"
- "Το μήκος κύματος και η συχνότητα σχετίζονται, φυσικά, αμοιβαία"- φ.α. γκέλνταρντ
- συνώνυμο:
- αντιστρόφωσ ,
- αμοιβαία