Translation meaning & definition of the word "inventive" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επινοητικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Inventive
[Εφευρετικόσ]/ɪnvɛntɪv/
adjective
1. (used of persons or artifacts) marked by independence and creativity in thought or action
- "An imaginative use of material"
- "The invention of the knitting frame by another ingenious english clergyman"- lewis mumford
- "An ingenious device"
- "Had an inventive turn of mind"
- "Inventive ceramics"
- synonym:
- imaginative ,
- inventive
1. (χρησιμοποιείται για πρόσωπα ή αντικείμενα) σημαδεμένο από την ανεξαρτησία και τη δημιουργικότητα στη σκέψη ή τη δράση
- "Ευφάνταστη χρήση του υλικού"
- "Η εφεύρεση του πλεξίματος από έναν άλλο ευφυή άγγλο κληρικό" - λιούις μούφορντ
- "Μια έξυπνη συσκευή"
- "Έχω μια εφευρετική στροφή του μυαλού"
- "Εφευρετική κεραμική"
- συνώνυμο:
- ευφάνταστοσ ,
- εφευρετικόσ