Translation meaning & definition of the word "invent" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εφεύρεση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Invent
[Εφεύρεση]/ɪnvɛnt/
verb
1. Come up with (an idea, plan, explanation, theory, or principle) after a mental effort
- "Excogitate a way to measure the speed of light"
- synonym:
- invent ,
- contrive ,
- devise ,
- excogitate ,
- formulate ,
- forge
1. Καταλήξτε σε μια (ανή ιδέα, σχέδιο, εξήγηση, θεωρία ή αρχή) μετά από μια ψυχική προσπάθεια
- "Διεγείρει έναν τρόπο μέτρησης της ταχύτητας του φωτός"
- συνώνυμο:
- επινοώ ,
- επινοεί ,
- αποσπώ ,
- διατυπώνω ,
- σφυρηλάτηση
2. Make up something artificial or untrue
- synonym:
- fabricate ,
- manufacture ,
- cook up ,
- make up ,
- invent
2. Φτιάξτε κάτι τεχνητό ή αναληθές
- συνώνυμο:
- κατασκευάζω ,
- κατασκευή ,
- μαγειρεύω ,
- αποτελώ ,
- επινοώ
Examples of using
He didn't invent gunpowder.
Δεν επινόησε την πυρίτιδα.
Individuals invent.
Τα άτομα εφευρίσκουν.
He didn't invent gunpowder.
Δεν επινόησε την πυρίτιδα.