Translation meaning & definition of the word "invalid" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "άκυρο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Invalid
[Άκυρο]/ɪnvələd/
noun
1. Someone who is incapacitated by a chronic illness or injury
- synonym:
- invalid ,
- shut-in
1. Κάποιος που είναι ανίκανος από χρόνια ασθένεια ή τραυματισμό
- συνώνυμο:
- άκυρο ,
- κλείνω
verb
1. Force to retire, remove from active duty, as of firemen
- synonym:
- invalid
1. Αναγκάστε να αποσυρθείτε, απομακρυνθείτε από την ενεργό δράση, όπως των πυροσβεστών
- συνώνυμο:
- άκυρο
2. Injure permanently
- "He was disabled in a car accident"
- synonym:
- disable ,
- invalid ,
- incapacitate ,
- handicap
2. Τραυματίστε οριστικά
- "Ήταν ανάπηρος σε τροχαίο ατύχημα"
- συνώνυμο:
- απενεργοποίηση ,
- άκυρο ,
- ανίκανοσ ,
- μειονέκτημα
adjective
1. Having no cogency or legal force
- "Invalid reasoning"
- "An invalid driver's license"
- synonym:
- invalid
1. Χωρίς πεποίθηση ή νομική ισχύ
- "Άκυρος συλλογισμός"
- "Μια άδεια οδήγησης άκυρη"
- συνώνυμο:
- άκυρο
2. No longer valid
- "The license is invalid"
- synonym:
- invalid
2. Δεν ισχύει πλέον
- "Η άδεια είναι άκυρη"
- συνώνυμο:
- άκυρο
Examples of using
Any alteration to this certificate renders it invalid and use of an altered certificate could constitute a criminal offence.
Οποιαδήποτε τροποποίηση αυτού του πιστοποιητικού το καθιστά άκυρο και η χρήση τροποποιημένου πιστοποιητικού θα μπορούσε να συνιστά ποινικό αδίκημα.
It's because of you that I'm an invalid.
Εξαιτίας σου είμαι άκυρος.
The password you have entered is invalid.
Ο κωδικός πρόσβασης που έχετε εισαγάγει δεν είναι έγκυρος.