Translation meaning & definition of the word "invade" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εισβολή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Invade
[Εισβάλλω]/ɪnved/
verb
1. March aggressively into another's territory by military force for the purposes of conquest and occupation
- "Hitler invaded poland on september 1, 1939"
- synonym:
- invade ,
- occupy
1. Πορευτείτε επιθετικά στο έδαφος ενός άλλου με στρατιωτική δύναμη για τους σκοπούς της κατάκτησης και της κατοχής
- "Ο χίτλερ εισέβαλε στην πολωνία την 1η σεπτεμβρίου 1939"
- συνώνυμο:
- εισβάλλω ,
- καταλαμβάνω
2. To intrude upon, infringe, encroach on, violate
- "This new colleague invades my territory"
- "The neighbors intrude on your privacy"
- synonym:
- intrude on ,
- invade ,
- obtrude upon ,
- encroach upon
2. Για να εισβάλει, να παραβιάσει, να καταπατήσει, να παραβιάσει
- "Αυτός ο νέος συνάδελφος εισβάλλει στην επικράτειά μου"
- "Οι γείτονες εισβάλλουν στην ιδιωτικότητά σας"
- συνώνυμο:
- εισβάλλω ,
- εμποδίζω ,
- καταδικάζω
3. Occupy in large numbers or live on a host
- "The kudzu plant infests much of the south and is spreading to the north"
- synonym:
- invade ,
- overrun ,
- infest
3. Καταλάβετε σε μεγάλους αριθμούς ή ζήστε σε έναν οικοδεσπότη
- "Το φυτό κουντζού μολύνει μεγάλο μέρος του νότου και εξαπλώνεται στο βορρά"
- συνώνυμο:
- εισβάλλω ,
- υπερβολική ,
- προσβάλλω
4. Penetrate or assault, in a harmful or injurious way
- "The cancer had invaded her lungs"
- synonym:
- invade
4. Διεισδύστε ή επιτεθείτε, με επιβλαβή ή επιβλαβή τρόπο
- "Ο καρκίνος εισέβαλε στους πνεύμονές της"
- συνώνυμο:
- εισβάλλω