Translation meaning & definition of the word "intuitive" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαισθητική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Intuitive
[Διαισθητικός]/ɪntuətɪv/
adjective
1. Spontaneously derived from or prompted by a natural tendency
- "An intuitive revulsion"
- synonym:
- intuitive
1. Αυθόρμητα προέρχεται ή προκαλείται από μια φυσική τάση
- "Μια διαισθητική αναγέννηση"
- συνώνυμο:
- διαισθητικός
2. Obtained through intuition rather than from reasoning or observation
- synonym:
- intuitive ,
- nonrational ,
- visceral
2. Αποκτάται μέσω της διαίσθησης και όχι από τη συλλογιστική ή την παρατήρηση
- συνώνυμο:
- διαισθητικός ,
- μη λογική ,
- σπλαχνικόσ