Translation meaning & definition of the word "intrusive" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παρεμβατική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Intrusive
[Ενοχλητικόσ]/ɪntrusɪv/
adjective
1. Tending to intrude (especially upon privacy)
- "She felt her presence there was intrusive"
- synonym:
- intrusive
1. Τείνουν να εισβάλλουν ( ειδικά κατά την ιδιωτικότητα)
- "Αισθάνθηκε την παρουσία της εκεί υπήρχε ενοχλητική"
- συνώνυμο:
- ενοχλητικόσ
2. Of rock material
- Forced while molten into cracks between layers of other rock
- synonym:
- intrusive
2. Από υλικό βράχου
- Αναγκασμένος ενώ λιώνεται στις ρωγμές μεταξύ των στρωμάτων άλλων βράχων
- συνώνυμο:
- ενοχλητικόσ
3. Thrusting inward
- "An intrusive arm of the sea"
- synonym:
- intrusive
3. Ωθώντας προς τα μέσα
- "Ένας ενοχλητικός βραχίονας της θάλασσας"
- συνώνυμο:
- ενοχλητικόσ