Translation meaning & definition of the word "intruder" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εισβολέας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Intruder
[Εισβολέασ]/ɪntrudər/
noun
1. Someone who intrudes on the privacy or property of another without permission
- synonym:
- intruder ,
- interloper ,
- trespasser
1. Κάποιος που εισβάλλει στην ιδιωτικότητα ή την ιδιοκτησία κάποιου άλλου χωρίς άδεια
- συνώνυμο:
- εισβολέασ ,
- ενδοεπιχειρησιακή ,
- καταπατητής