Translation meaning & definition of the word "intoxication" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "έντοξη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Intoxication
[Εντοξισμού]/ɪntɑksəkeʃən/
noun
1. The physiological state produced by a poison or other toxic substance
- synonym:
- poisoning ,
- toxic condition ,
- intoxication
1. Η φυσιολογική κατάσταση που παράγεται από δηλητήριο ή άλλη τοξική ουσία
- συνώνυμο:
- δηλητηρίαση ,
- τοξική κατάσταση
2. A temporary state resulting from excessive consumption of alcohol
- synonym:
- drunkenness ,
- inebriation ,
- inebriety ,
- intoxication ,
- tipsiness ,
- insobriety
2. Προσωρινή κατάσταση που προκύπτει από υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ
- συνώνυμο:
- μέθη ,
- ανεπάρκεια ,
- ανεπαίσθητο ,
- δηλητηρίαση ,
- απαρατήρητο ,
- απειροελατότητα
3. Excitement and elation beyond the bounds of sobriety
- "The intoxication of wealth and power"
- synonym:
- intoxication
3. Ενθουσιασμός και ενθουσιασμός πέρα από τα όρια της νηφαλιότητας
- "Η δηλητηρίαση του πλούτου και της δύναμης"
- συνώνυμο:
- δηλητηρίαση