Translation meaning & definition of the word "intimacy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ενορατικότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Intimacy
[Οικειότητα]/ɪntəməsi/
noun
1. Close or warm friendship
- "The absence of fences created a mysterious intimacy in which no one knew privacy"
- synonym:
- familiarity ,
- intimacy ,
- closeness
1. Κλείσιμο ή ζεστή φιλία
- "Η απουσία φρακτών δημιούργησε μια μυστηριώδη οικειότητα στην οποία κανείς δεν γνώριζε την ιδιωτικότητα"
- συνώνυμο:
- οικειότητα ,
- εγγύτητα
2. A usually secretive or illicit sexual relationship
- synonym:
- affair ,
- affaire ,
- intimacy ,
- liaison ,
- involvement ,
- amour
2. Μια συνήθως μυστικοπαθής ή παράνομη σεξουαλική σχέση
- συνώνυμο:
- υπόθεση ,
- επιτίθεμαι ,
- οικειότητα ,
- σύνδεσμος ,
- συμμετοχή ,
- ερωτεύω
3. A feeling of being intimate and belonging together
- "Their closeness grew as the night wore on"
- synonym:
- closeness ,
- intimacy
3. Αίσθηση ότι είστε οικείοι και ανήκετε μαζί
- "Η εγγύτητά τους μεγάλωσε καθώς η νύχτα φορούσε"
- συνώνυμο:
- εγγύτητα ,
- οικειότητα
Examples of using
Their intimacy grew with the years.
Η οικειότητά τους μεγάλωσε με τα χρόνια.