Translation meaning & definition of the word "interval" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διεστέρας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Interval
[Διαστήματοσ]/ɪntərvəl/
noun
1. A definite length of time marked off by two instants
- synonym:
- time interval ,
- interval
1. Ένα ορισμένο χρονικό διάστημα που χαρακτηρίζεται από δύο στιγμές
- συνώνυμο:
- χρονικό διάστημα ,
- διάστημα
2. A set containing all points (or all real numbers) between two given endpoints
- synonym:
- interval
2. Ένα σύνολο που περιέχει όλα τα σημεία (ή όλους τους πραγματικούς αριθμούς) μεταξύ δύο δεδομένων τελικών σημείων
- συνώνυμο:
- διάστημα
3. The distance between things
- "Fragile items require separation and cushioning"
- synonym:
- interval ,
- separation
3. Η απόσταση μεταξύ των πραγμάτων
- "Τα εύθραυστα αντικείμενα απαιτούν διαχωρισμό και απόσβεση"
- συνώνυμο:
- διάστημα ,
- διαχωρισμός
4. The difference in pitch between two notes
- synonym:
- interval ,
- musical interval
4. Η διαφορά στο γήπεδο μεταξύ δύο νοτών
- συνώνυμο:
- διάστημα ,
- μουσικό διάστημα