Translation meaning & definition of the word "interstate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαστολή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Interstate
[Διασταυρώνω]/ɪntərstet/
noun
1. One of the system of highways linking major cities in the 48 contiguous states of the united states
- synonym:
- interstate ,
- interstate highway
1. Ένα από τα συστήματα των αυτοκινητοδρόμων που συνδέουν τις μεγάλες πόλεις στις 48 συνεχόμενες πολιτείες των ηνωμένων πολιτειών
- συνώνυμο:
- διακρατώ ,
- διακρατικός αυτοκινητόδρομος
adjective
1. Involving and relating to the mutual relations of states especially of the united states
- "Interstate highway commission"
- "Interstate highways"
- "Interstate commerce commission"
- "Interstate commerce"
- synonym:
- interstate
1. Τη συμμετοχή και τη συσχέτιση με τις αμοιβαίες σχέσεις των κρατών, ιδίως των ηνωμένων πολιτειών
- "Διακρατική επιτροπή αυτοκινητοδρόμων"
- "Διακρατικοί αυτοκινητόδρομοι"
- "Διακρατική επιτροπή εμπορίου"
- "Διακρατικό εμπόριο"
- συνώνυμο:
- διακρατώ
Examples of using
I took interstate 100.
Πήρα το διαπολιτευτικό 100.
I took interstate 58.
Πήρα το διαπολιτευτικό 58.