Translation meaning & definition of the word "interrupted" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διακόπηκε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Interrupted
[Διακόπτω]/ɪntərəptɪd/
adjective
1. Discontinued temporarily
- "We resumed the interrupted discussion"
- synonym:
- interrupted
1. Διακόπτεται προσωρινά
- "Επαναλάβαμε τη διακοπτόμενη συζήτηση"
- συνώνυμο:
- διακόπτω
2. Intermittently stopping and starting
- "Fitful (or interrupted) sleep"
- "Off-and-on static"
- synonym:
- fitful ,
- interrupted ,
- off-and-on(a)
2. Διαλείπουσα στάση και εκκίνηση
- "Τοπικό (ορ διακόπτεταισ) ύπνος"
- "Εκτός και εντός στατικού"
- συνώνυμο:
- εφαρμοστόσ ,
- διακόπτω ,
- εκτός και-ον(-)
Examples of using
Tom opened his mouth to say something, but Mary interrupted him.
Ο Τομ άνοιξε το στόμα του για να πει κάτι, αλλά η Μαίρη τον διέκοψε.
Tom didn't want to be interrupted.
Ο Τομ δεν ήθελε να διακοπεί.
He interrupted our conversation.
Διακόπτει τη συνομιλία μας.