Translation meaning & definition of the word "interrupt" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διακοπή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Interrupt
[Διακόπτω]/ɪntərəpt/
noun
1. A signal that temporarily stops the execution of a program so that another procedure can be carried out
- synonym:
- interrupt
1. Ένα σήμα που σταματά προσωρινά την εκτέλεση ενός προγράμματος, έτσι ώστε να μπορεί να πραγματοποιηθεί μια άλλη διαδικασία
- συνώνυμο:
- διακόπτω
verb
1. Make a break in
- "We interrupt the program for the following messages"
- synonym:
- interrupt ,
- disrupt ,
- break up ,
- cut off
1. Κάνω ένα διάλειμμα
- "Διακόπτουμε το πρόγραμμα για τα ακόλουθα μηνύματα"
- συνώνυμο:
- διακόπτω ,
- διαταράσσω ,
- διαλύω ,
- κόβω
2. Destroy the peace or tranquility of
- "Don't interrupt me when i'm reading"
- synonym:
- interrupt ,
- disturb
2. Καταστρέψτε την ηρεμία ή την ηρεμία του
- "Μη με διακόπτεις όταν διαβάζω"
- συνώνυμο:
- διακόπτω ,
- ενοχλώ
3. Interfere in someone else's activity
- "Please don't interrupt me while i'm on the phone"
- synonym:
- interrupt ,
- disrupt
3. Παρεμβαίνει στη δραστηριότητα κάποιου άλλου
- "Παρακαλώ μην με διακόψετε ενώ είμαι στο τηλέφωνο"
- συνώνυμο:
- διακόπτω ,
- διαταράσσω
4. Terminate
- "She interrupted her pregnancy"
- "Break a lucky streak"
- "Break the cycle of poverty"
- synonym:
- interrupt ,
- break
4. Τερματίζω
- "Διέκοψε την εγκυμοσύνη της"
- "Σπάσε ένα τυχερό σερί"
- "Σπάσε τον κύκλο της φτώχειας"
- συνώνυμο:
- διακόπτω ,
- σπάω
Examples of using
I didn't want to interrupt the discussion.
Δεν ήθελα να διακόψω τη συζήτηση.
Did I interrupt something?
Διακόπτω κάτι?
Please don't interrupt me, Tom.
Σε παρακαλώ μη με διακόπτεις, Τομ.