Translation meaning & definition of the word "interpersonal" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαπροσωπική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Interpersonal
[Διαπροσωπικόσ]/ɪntərpərsənəl/
adjective
1. Occurring among or involving several people
- "Interpersonal situations in which speech occurs"
- synonym:
- interpersonal
1. Εμφανίζεται μεταξύ ή τη συμμετοχή πολλών ανθρώπων
- "Διαπροσωπικές καταστάσεις στις οποίες εμφανίζεται η ομιλία"
- συνώνυμο:
- διαπροσωπικόσ