Translation meaning & definition of the word "intern" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μεταφραστής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Intern
[Πρωκτικός]/ɪntərn/
noun
1. An advanced student or graduate in medicine gaining supervised practical experience (`houseman' is a british term)
- synonym:
- intern ,
- interne ,
- houseman ,
- medical intern
1. Ένας προηγμένος φοιτητής ή απόφοιτος στην ιατρική κερδίζοντας εποπτευόμενη πρακτική εμπειρία (`οικοδηγός είναι ένας βρετανικός όρος)
- συνώνυμο:
- ασκούμενοσ ,
- ενεργός ,
- νοικοκύρησ ,
- ιατρικός ασκούμενος
verb
1. Deprive of freedom
- "During ww ii, japanese were interned in camps in the west"
- synonym:
- intern
1. Στέρηση της ελευθερίας
- "Κατά τη διάρκεια του παγκοσμίου πολέμου, οι ιάπωνες είχαν εγκλωβιστεί σε στρατόπεδα στη δύση"
- συνώνυμο:
- ασκούμενοσ
2. Work as an intern
- "The young doctor is interning at the medical center this year"
- synonym:
- intern
2. Εργαστείτε ως ασκούμενος
- "Ο νεαρός γιατρός εργάζεται στο ιατρικό κέντρο φέτος"
- συνώνυμο:
- ασκούμενοσ