Translation meaning & definition of the word "intermittent" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαλείπουσα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Intermittent
[Διαλείπων]/ɪntərmɪtənt/
adjective
1. Stopping and starting at irregular intervals
- "Intermittent rain showers"
- synonym:
- intermittent
1. Διακοπή και έναρξη σε ακανόνιστα χρονικά διαστήματα
- "Διαλείπουσες βροχοπτώσεις"
- συνώνυμο:
- διαλείπων