Translation meaning & definition of the word "interest" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ενδιαφέρον" στην ελληνική γλώσσα
Interest
[Ενδιαφέρον]noun
1. A sense of concern with and curiosity about someone or something
- "An interest in music"
- synonym:
- interest ,
- involvement
1. Αίσθηση ανησυχίας και περιέργειας για κάποιον ή κάτι τέτοιο
- "Ενδιαφέρον για τη μουσική"
- συνώνυμο:
- ενδιαφέρον ,
- συμμετοχή
2. A reason for wanting something done
- "For your sake"
- "Died for the sake of his country"
- "In the interest of safety"
- "In the common interest"
- synonym:
- sake ,
- interest
2. Ένας λόγος που θέλουμε κάτι να γίνει
- "Για χάρη σου"
- "Πέθανε για χάρη της χώρας του"
- "Προς όφελος της ασφάλειας"
- "Για το κοινό συμφέρον"
- συνώνυμο:
- χάρη ,
- ενδιαφέρον
3. The power of attracting or holding one's attention (because it is unusual or exciting etc.)
- "They said nothing of great interest"
- "Primary colors can add interest to a room"
- synonym:
- interest ,
- interestingness
3. Η δύναμη της προσέλκυσης ή της διατήρησης της προσοχής κάποιου (επειδή είναι ασυνήθιστο ή συναρπαστικό κλπ.)
- "Δεν είπαν τίποτα το μεγάλο ενδιαφέρον"
- "Τα πρωτογενή χρώματα μπορούν να προσθέσουν ενδιαφέρον σε ένα δωμάτιο"
- συνώνυμο:
- ενδιαφέρον
4. A fixed charge for borrowing money
- Usually a percentage of the amount borrowed
- "How much interest do you pay on your mortgage?"
- synonym:
- interest
4. Σταθερή χρέωση για τον δανεισμό χρημάτων
- Συνήθως ένα ποσοστό του ποσού που δανείστηκε
- "Πόσο τόκο πληρώνετε για την υποθήκη σας?"
- συνώνυμο:
- ενδιαφέρον
5. (law) a right or legal share of something
- A financial involvement with something
- "They have interests all over the world"
- "A stake in the company's future"
- synonym:
- interest ,
- stake
5. (νυ) δικαίωμα ή νομικό μερίδιο σε κάτι
- Οικονομική συμμετοχή σε κάτι
- "Έχουν συμφέροντα σε όλο τον κόσμο"
- "Ποντάρισμα στο μέλλον της εταιρείας"
- συνώνυμο:
- ενδιαφέρον ,
- ποντάρισμα
6. (usually plural) a social group whose members control some field of activity and who have common aims
- "The iron interests stepped up production"
- synonym:
- interest ,
- interest group
6. ( συνήθως πληθυντικός) μια κοινωνική ομάδα της οποίας τα μέλη ελέγχουν κάποιο πεδίο δραστηριότητας και έχουν κοινούς στόχους
- "Τα σιδηρά συμφέροντα ενίσχυσαν την παραγωγή"
- συνώνυμο:
- ενδιαφέρον ,
- ομάδα ενδιαφέροντος
7. A diversion that occupies one's time and thoughts (usually pleasantly)
- "Sailing is her favorite pastime"
- "His main pastime is gambling"
- "He counts reading among his interests"
- "They criticized the boy for his limited pursuits"
- synonym:
- pastime ,
- interest ,
- pursuit
7. Μια εκτροπή που καταλαμβάνει το χρόνο και τις σκέψεις κάποιου (συνήθως ευχάριστα)
- "Η ιστιοπλοΐα είναι το αγαπημένο της χόμπι"
- "Το κύριο χόμπι του είναι το παιχνίδι"
- "Μετράει την ανάγνωση μεταξύ των συμφερόντων του"
- "Επέκριναν το αγόρι για τις περιορισμένες επιδιώξεις του"
- συνώνυμο:
- χόμπι ,
- ενδιαφέρον ,
- επιδίωξη
verb
1. Excite the curiosity of
- Engage the interest of
- synonym:
- interest
1. Ενθουσιάστε την περιέργεια του
- Εμπλέκω το ενδιαφέρον
- συνώνυμο:
- ενδιαφέρον
2. Be on the mind of
- "I worry about the second germanic consonant shift"
- synonym:
- concern ,
- interest ,
- occupy ,
- worry
2. Είμαι στο μυαλό
- "Ανησυχώ για τη δεύτερη γερμανική αλλαγή συμφώνου"
- συνώνυμο:
- ανησυχία ,
- ενδιαφέρον ,
- καταλαμβάνω
3. Be of importance or consequence
- "This matters to me!"
- synonym:
- matter to ,
- interest
3. Να έχει σημασία ή συνέπεια
- "Αυτό έχει σημασία για μένα!"
- συνώνυμο:
- επιμένω ,
- ενδιαφέρον