Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "interchange" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανταλλαγή" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Interchange

[Ανταλλαγή]
/ɪntərʧenʤ/

noun

1. A junction of highways on different levels that permits traffic to move from one to another without crossing traffic streams

    synonym:
  • interchange

1. Μια διασταύρωση αυτοκινητοδρόμων σε διαφορετικά επίπεδα που επιτρέπει τη μετακίνηση από το ένα στο άλλο χωρίς διέλευση των ροών κυκλο

    συνώνυμο:
  • ανταλλαγή

2. Mutual interaction

  • The activity of reciprocating or exchanging (especially information)
    synonym:
  • interchange
  • ,
  • reciprocation
  • ,
  • give-and-take

2. Αμοιβαία αλληλεπίδραση

  • Η δραστηριότητα της παλινδρόμησης ή της ανταλλαγής (ειδικά πληροφοριών)
    συνώνυμο:
  • ανταλλαγή
  • ,
  • αμοιβαιότητα
  • ,
  • δίνω και παίρνω

3. The act of changing one thing for another thing

  • "Adam was promised immortality in exchange for his disobedience"
  • "There was an interchange of prisoners"
    synonym:
  • exchange
  • ,
  • interchange

3. Η πράξη της αλλαγής ενός πράγματος για ένα άλλο πράγμα

  • "Ο αδάμ υποσχέθηκε αθανασία σε αντάλλαγμα την ανυπακοή του"
  • "Υπήρχε μια ανταλλαγή κρατουμένων"
    συνώνυμο:
  • ανταλλαγή

4. Reciprocal transfer of equivalent sums of money (especially the currencies of different countries)

  • "He earns his living from the interchange of currency"
    synonym:
  • exchange
  • ,
  • interchange

4. Αμοιβαία μεταφορά ισοδύναμων χρηματικών ποσών (ειδικά τα νομίσματα των διαφόρων χωρών)

  • "Κερδίζει τα προς το ζην από την ανταλλαγή του νομίσματος"
    συνώνυμο:
  • ανταλλαγή

verb

1. Put in the place of another

  • Switch seemingly equivalent items
  • "The con artist replaced the original with a fake rembrandt"
  • "Substitute regular milk with fat-free milk"
  • "Synonyms can be interchanged without a changing the context's meaning"
    synonym:
  • substitute
  • ,
  • replace
  • ,
  • interchange
  • ,
  • exchange

1. Βάλτε στη θέση του άλλου

  • Αλλαγή φαινομενικά ισοδύναμων αντικειμένων
  • "Ο καλλιτέχνης αντικατέστησε το πρωτότυπο με ένα ψεύτικο ρέμπραντ"
  • "Αναπληρώστε το κανονικό γάλα με γάλα χωρίς λιπαρά"
  • "Τα συνώνυμα μπορούν να αλλάξουν χωρίς να αλλάξει το νόημα του πλαισίου"
    συνώνυμο:
  • υποκατάστατο
  • ,
  • αντικαθιστώ
  • ,
  • ανταλλαγή

2. Give to, and receive from, one another

  • "Would you change places with me?"
  • "We have been exchanging letters for a year"
    synonym:
  • exchange
  • ,
  • change
  • ,
  • interchange

2. Δώστε και λάβετε ο ένας από τον άλλον

  • "Θα άλλαζες θέση μαζί μου?"
  • "Ανταλλάσσουμε επιστολές εδώ και ένα χρόνο"
    συνώνυμο:
  • ανταλλαγή
  • ,
  • αλλαγή

3. Cause to change places

  • "Interchange this screw for one of a smaller size"
    synonym:
  • counterchange
  • ,
  • transpose
  • ,
  • interchange

3. Αιτία να αλλάξει θέση

  • "Ανταλλάξτε αυτή τη βίδα για ένα από τα μικρότερα μέγεθος"
    συνώνυμο:
  • ανταλλαγή
  • ,
  • μεταφέρω

4. Reverse (a direction, attitude, or course of action)

    synonym:
  • interchange
  • ,
  • tack
  • ,
  • switch
  • ,
  • alternate
  • ,
  • flip
  • ,
  • flip-flop

4. Αντίστροφη κατεύθυνση, στάση ή πορεία δράσης(

    συνώνυμο:
  • ανταλλαγή
  • ,
  • περιπλέκω
  • ,
  • διακόπτης
  • ,
  • εναλλάσσω
  • ,
  • αναστρέφω
  • ,
  • περιστρεφόμενος