Translation meaning & definition of the word "interchange" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανταλλαγή" στην ελληνική γλώσσα
Interchange
[Ανταλλαγή]noun
1. A junction of highways on different levels that permits traffic to move from one to another without crossing traffic streams
- synonym:
- interchange
1. Μια διασταύρωση αυτοκινητοδρόμων σε διαφορετικά επίπεδα που επιτρέπει τη μετακίνηση από το ένα στο άλλο χωρίς διέλευση των ροών κυκλο
- συνώνυμο:
- ανταλλαγή
2. Mutual interaction
- The activity of reciprocating or exchanging (especially information)
- synonym:
- interchange ,
- reciprocation ,
- give-and-take
2. Αμοιβαία αλληλεπίδραση
- Η δραστηριότητα της παλινδρόμησης ή της ανταλλαγής (ειδικά πληροφοριών)
- συνώνυμο:
- ανταλλαγή ,
- αμοιβαιότητα ,
- δίνω και παίρνω
3. The act of changing one thing for another thing
- "Adam was promised immortality in exchange for his disobedience"
- "There was an interchange of prisoners"
- synonym:
- exchange ,
- interchange
3. Η πράξη της αλλαγής ενός πράγματος για ένα άλλο πράγμα
- "Ο αδάμ υποσχέθηκε αθανασία σε αντάλλαγμα την ανυπακοή του"
- "Υπήρχε μια ανταλλαγή κρατουμένων"
- συνώνυμο:
- ανταλλαγή
4. Reciprocal transfer of equivalent sums of money (especially the currencies of different countries)
- "He earns his living from the interchange of currency"
- synonym:
- exchange ,
- interchange
4. Αμοιβαία μεταφορά ισοδύναμων χρηματικών ποσών (ειδικά τα νομίσματα των διαφόρων χωρών)
- "Κερδίζει τα προς το ζην από την ανταλλαγή του νομίσματος"
- συνώνυμο:
- ανταλλαγή
verb
1. Put in the place of another
- Switch seemingly equivalent items
- "The con artist replaced the original with a fake rembrandt"
- "Substitute regular milk with fat-free milk"
- "Synonyms can be interchanged without a changing the context's meaning"
- synonym:
- substitute ,
- replace ,
- interchange ,
- exchange
1. Βάλτε στη θέση του άλλου
- Αλλαγή φαινομενικά ισοδύναμων αντικειμένων
- "Ο καλλιτέχνης αντικατέστησε το πρωτότυπο με ένα ψεύτικο ρέμπραντ"
- "Αναπληρώστε το κανονικό γάλα με γάλα χωρίς λιπαρά"
- "Τα συνώνυμα μπορούν να αλλάξουν χωρίς να αλλάξει το νόημα του πλαισίου"
- συνώνυμο:
- υποκατάστατο ,
- αντικαθιστώ ,
- ανταλλαγή
2. Give to, and receive from, one another
- "Would you change places with me?"
- "We have been exchanging letters for a year"
- synonym:
- exchange ,
- change ,
- interchange
2. Δώστε και λάβετε ο ένας από τον άλλον
- "Θα άλλαζες θέση μαζί μου?"
- "Ανταλλάσσουμε επιστολές εδώ και ένα χρόνο"
- συνώνυμο:
- ανταλλαγή ,
- αλλαγή
3. Cause to change places
- "Interchange this screw for one of a smaller size"
- synonym:
- counterchange ,
- transpose ,
- interchange
3. Αιτία να αλλάξει θέση
- "Ανταλλάξτε αυτή τη βίδα για ένα από τα μικρότερα μέγεθος"
- συνώνυμο:
- ανταλλαγή ,
- μεταφέρω
4. Reverse (a direction, attitude, or course of action)
- synonym:
- interchange ,
- tack ,
- switch ,
- alternate ,
- flip ,
- flip-flop
4. Αντίστροφη κατεύθυνση, στάση ή πορεία δράσης(
- συνώνυμο:
- ανταλλαγή ,
- περιπλέκω ,
- διακόπτης ,
- εναλλάσσω ,
- αναστρέφω ,
- περιστρεφόμενος