Translation meaning & definition of the word "intercept" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παρεμβολή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Intercept
[Παρεμβολή]/ɪntərsɛpt/
noun
1. The point at which a line intersects a coordinate axis
- synonym:
- intercept
1. Το σημείο στο οποίο μια γραμμή διασταυρώνει έναν άξονα συντεταγμένων
- συνώνυμο:
- αναχαίτιση
verb
1. Seize on its way
- "The fighter plane was ordered to intercept an aircraft that had entered the country's airspace"
- synonym:
- intercept ,
- stop
1. Αδράξτε στο δρόμο του
- "Το μαχητικό αεροσκάφος διατάχθηκε να αναχαιτίσει ένα αεροσκάφος που είχε εισέλθει στον εναέριο χώρο της χώρας"
- συνώνυμο:
- αναχαίτιση ,
- σταματώ
2. Tap a telephone or telegraph wire to get information
- "The fbi was tapping the phone line of the suspected spy"
- "Is this hotel room bugged?"
- synonym:
- wiretap ,
- tap ,
- intercept ,
- bug
2. Πατήστε ένα καλώδιο τηλεφώνου ή τηλεγραφήματος για να λάβετε πληροφορίες
- "Ο φβι πατούσε την τηλεφωνική γραμμή του ύποπτου κατασκόπου"
- "Είναι αυτό το δωμάτιο του ξενοδοχείου που το παρακολουθεί?"
- συνώνυμο:
- τσαντάκι ,
- πατήστε ,
- αναχαίτιση ,
- σφάλμα