Translation meaning & definition of the word "interactive" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαδραστική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Interactive
[Διαδραστικόσ]/ɪntəræktɪv/
adjective
1. Used especially of drugs or muscles that work together so the total effect is greater than the sum of the two (or more)
- synonym:
- synergistic ,
- interactive
1. Χρησιμοποιείται ειδικά από φάρμακα ή μύες που συνεργάζονται έτσι ώστε το συνολικό αποτέλεσμα να είναι μεγαλύτερο από το άθροισμα των δύο (
- συνώνυμο:
- συνεργιστική ,
- διαδραστικός
2. Capable of acting on or influencing each other
- synonym:
- interactional ,
- interactive
2. Ικανό να ενεργεί ή να επηρεάζει ο ένας τον άλλον
- συνώνυμο:
- αλληλεπίδρασησ ,
- διαδραστικός