Translation meaning & definition of the word "interact" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αλληλεπίδραση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Interact
[Αλληλεπιδρούν]/ɪntərækt/
verb
1. Act together or towards others or with others
- "He should interact more with his colleagues"
- synonym:
- interact
1. Ενεργήστε μαζί ή προς τους άλλους ή με άλλους
- "Θα πρέπει να αλληλεπιδρά περισσότερο με τους συναδέλφους του"
- συνώνυμο:
- αλληλεπιδρώ