Translation meaning & definition of the word "intensive" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εντατική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Intensive
[Εντατικός]/ɪntɛnsɪv/
noun
1. A modifier that has little meaning except to intensify the meaning it modifies
- "`up' in `finished up' is an intensifier"
- "`honestly' in `i honestly don't know' is an intensifier"
- synonym:
- intensifier ,
- intensive
1. Ένας τροποποιητής που έχει μικρή σημασία εκτός από το να εντείνει την έννοια που τροποποιεί
- "Επάνω` στο `τελειωμένο' είναι ένας ενισχυτής"
- "Ειλικρινά σε `ειλικρινά δεν ξέρω ότι είναι ενισχυτής"
- συνώνυμο:
- ενισχυτήσ ,
- εντατικός
adjective
1. Characterized by a high degree or intensity
- Often used as a combining form
- "The questioning was intensive"
- "Intensive care"
- "Research-intensive"
- "A labor-intensive industry"
- synonym:
- intensive
1. Χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό ή ένταση
- Συχνά χρησιμοποιείται ως συνδυαστική μορφή
- "Η ανάκριση ήταν εντατική"
- "Εντατική φροντίδα"
- "Ερευνητική-εντατική"
- "Μια βιομηχανία εντάσεως εργασίας"
- συνώνυμο:
- εντατικός
2. Tending to give force or emphasis
- "An intensive adverb"
- synonym:
- intensive
2. Τείνουν να δίνουν δύναμη ή έμφαση
- "Εντατικό παροιμία"
- συνώνυμο:
- εντατικός
3. Of agriculture
- Intended to increase productivity of a fixed area by expending more capital and labor
- "Intensive agriculture"
- "Intensive conditions"
- synonym:
- intensive
3. Της γεωργίας
- Σκοπός της είναι να αυξήσει την παραγωγικότητα μιας σταθερής περιοχής, δαπανώντας περισσότερο κεφάλαιο και εργασία
- "Εντατική γεωργία"
- "Εντατικές συνθήκες"
- συνώνυμο:
- εντατικός