Translation meaning & definition of the word "intellect" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διανόηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Intellect
[Διανοητικόσ]/ɪntəlɛkt/
noun
1. Knowledge and intellectual ability
- "He reads to improve his mind"
- "He has a keen intellect"
- synonym:
- mind ,
- intellect
1. Γνώση και πνευματική ικανότητα
- "Διαβάζει για να βελτιώσει το μυαλό του"
- "Έχει έντονη διάνοια"
- συνώνυμο:
- μυαλό ,
- διάνοια
2. The capacity for rational thought or inference or discrimination
- "We are told that man is endowed with reason and capable of distinguishing good from evil"
- synonym:
- reason ,
- understanding ,
- intellect
2. Η ικανότητα για ορθολογική σκέψη ή συμπέρασμα ή διάκριση
- "Μας λένε ότι ο άνθρωπος είναι προικισμένος με λογική και ικανός να διακρίνει το καλό από το κακό"
- συνώνυμο:
- λόγος ,
- κατανόηση ,
- διάνοια
3. A person who uses the mind creatively
- synonym:
- intellectual ,
- intellect
3. Ένα άτομο που χρησιμοποιεί το μυαλό δημιουργικά
- συνώνυμο:
- διανοητικός ,
- διάνοια
Examples of using
The possession of intellect is what distinguishes us from wild animals.
Η κατοχή της διάνοιας είναι αυτή που μας διακρίνει από τα άγρια ζώα.
He is a man of intellect.
Είναι άνθρωπος της διάνοιας.
Opinion is ultimately determined by the feelings, and not by the intellect.
Η γνώμη καθορίζεται τελικά από τα συναισθήματα και όχι από τη διάνοια.