Translation meaning & definition of the word "integrity" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αντισταθερότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Integrity
[Ακεραιότητα]/ɪntɛgrəti/
noun
1. An undivided or unbroken completeness or totality with nothing wanting
- "The integrity of the nervous system is required for normal development"
- "He took measures to insure the territorial unity of croatia"
- synonym:
- integrity ,
- unity ,
- wholeness
1. Μια αδιαίρετη ή αδιάσπαστη πληρότητα ή ολότητα με τίποτα που δεν θέλει
- "Η ακεραιότητα του νευρικού συστήματος είναι απαραίτητη για τη φυσιολογική ανάπτυξη"
- "Έλαβε μέτρα για την εξασφάλιση της εδαφικής ενότητας της κροατίας"
- συνώνυμο:
- ακεραιότητα ,
- ενότητα ,
- ολότητα
2. Moral soundness
- "He expects to find in us the common honesty and integrity of men of business"
- "They admired his scrupulous professional integrity"
- synonym:
- integrity
2. Ηθική ηχηρότητα
- "Αναμένει να βρει μέσα μας την κοινή ειλικρίνεια και ακεραιότητα των ανδρών των επιχειρήσεων"
- "Θαύμαζαν την σχολαστική επαγγελματική του ακεραιότητα"
- συνώνυμο:
- ακεραιότητα