Translation meaning & definition of the word "integral" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ολοκληρωμένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Integral
[Ακέραιος]/ɪntəgrəl/
noun
1. The result of a mathematical integration
- F(x) is the integral of f(x) if df/dx = f(x)
- synonym:
- integral
1. Το αποτέλεσμα μιας μαθηματικής ολοκλήρωσης
- Το ()( είναι το ακέραιο του φ)=( εάν δφ/δξ ) <tag1>
- συνώνυμο:
- ακέραιο
adjective
1. Existing as an essential constituent or characteristic
- "The ptolemaic system with its built-in concept of periodicity"
- "A constitutional inability to tell the truth"
- synonym:
- built-in ,
- constitutional ,
- inbuilt ,
- inherent ,
- integral
1. Υπάρχουν ως βασικό συστατικό ή χαρακτηριστικό
- "Το πτολεμαϊκό σύστημα με την ενσωματωμένη έννοια της περιοδικότητας"
- "Συνταγματική αδυναμία να πούμε την αλήθεια"
- συνώνυμο:
- ενσωματωμένο ,
- συνταγματικόσ ,
- εγγενής ,
- ακέραιο
2. Constituting the undiminished entirety
- Lacking nothing essential especially not damaged
- "A local motion keepeth bodies integral"- bacon
- "Was able to keep the collection entire during his lifetime"
- "Fought to keep the union intact"
- synonym:
- integral ,
- entire ,
- intact
2. Αποτελώντας το αμείωτο σύνολο
- Δεν υπάρχει τίποτα το οποίο να μην είναι απαραίτητο, ειδικά δεν έχει υποστεί ζημιά
- "Μια τοπική κίνηση κρατά τα σώματα αναπόσπαστα" - μπέικον
- "Ήταν σε θέση να κρατήσει τη συλλογή σε όλη τη διάρκεια της ζωής του"
- "Προσπάθησε να κρατήσει την ένωση άθικτη"
- συνώνυμο:
- ακέραιο ,
- ολόκληρος ,
- ακέραιος
3. Of or denoted by an integer
- synonym:
- integral
3. Από ή υποδηλώνεται από ακέραιο
- συνώνυμο:
- ακέραιο
Examples of using
Fluence is the time integral of flux.
Η ροή είναι το χρονικό συστατικό της ροής.