Translation meaning & definition of the word "intact" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ενεργός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Intact
[Άπρακτοσ]/ɪntækt/
adjective
1. Constituting the undiminished entirety
- Lacking nothing essential especially not damaged
- "A local motion keepeth bodies integral"- bacon
- "Was able to keep the collection entire during his lifetime"
- "Fought to keep the union intact"
- synonym:
- integral ,
- entire ,
- intact
1. Αποτελώντας το αμείωτο σύνολο
- Δεν υπάρχει τίποτα το οποίο να μην είναι απαραίτητο, ειδικά δεν έχει υποστεί ζημιά
- "Μια τοπική κίνηση κρατά τα σώματα αναπόσπαστα" - μπέικον
- "Ήταν σε θέση να κρατήσει τη συλλογή σε όλη τη διάρκεια της ζωής του"
- "Προσπάθησε να κρατήσει την ένωση άθικτη"
- συνώνυμο:
- ακέραιο ,
- ολόκληρος ,
- ακέραιος
2. (of a woman) having the hymen unbroken
- "She was intact, virginal"
- synonym:
- intact ,
- inviolate
2. ( μιας γυναίκας) που έχει τον υμένα αδιάσπαστο
- "Ήταν άθικτη, παρθένα"
- συνώνυμο:
- ακέραιος ,
- απαραβίαστοσ
3. (used of domestic animals) sexually competent
- "An entire horse"
- synonym:
- entire ,
- intact
3. (χρησιμοποιείται για κατοικίδια ζώα) σεξουαλικά ικανός
- "Ένα ολόκληρο άλογο"
- συνώνυμο:
- ολόκληρος ,
- ακέραιος
4. Undamaged in any way
- "The vase remained intact despit rough handling"
- synonym:
- intact
4. Ανεξέλεγκτη με οποιονδήποτε τρόπο
- "Το βάζο παρέμεινε άθικτο απεχθανόμενο τραχύ χειρισμό"
- συνώνυμο:
- ακέραιος