Translation meaning & definition of the word "insulate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ενσωμάτωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Insulate
[Μονώνω]/ɪnsəlet/
verb
1. Protect from heat, cold, or noise by surrounding with insulating material
- "We had his bedroom insulated before winter came"
- synonym:
- insulate
1. Προστατεύστε από τη θερμότητα, το κρύο ή το θόρυβο περιβάλλοντας με το μονωτικό υλικό
- "Είχαμε το υπνοδωμάτιό του μονωμένο πριν έρθει ο χειμώνας"
- συνώνυμο:
- μονώνω
2. Place or set apart
- "They isolated the political prisoners from the other inmates"
- synonym:
- isolate ,
- insulate
2. Τοποθετήστε ή ξεχωρίστε
- "Απομόνωσαν τους πολιτικούς κρατούμενους από τους άλλους κρατούμενους"
- συνώνυμο:
- απομονώνω ,
- μονώνω