Translation meaning & definition of the word "insular" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εγγενής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Insular
[Νησιωτικόσ]/ɪnsələr/
adjective
1. Relating to or characteristic of or situated on an island
- "Insular territories"
- "Hawaii's insular culture"
- synonym:
- insular
1. Σχετικά με ή χαρακτηριστικά ή βρίσκονται σε νησί
- "Εσωτερικά εδάφη"
- "Η νησιωτική κουλτούρα του χαβάι"
- συνώνυμο:
- νησιωτικόσ
2. Suggestive of the isolated life of an island
- "An exceedingly insular man
- So deeply private as to seem inaccessible to the scrutiny of a novelist"- leonard michaels
- synonym:
- insular
2. Υποδηλώνοντας την απομονωμένη ζωή ενός νησιού
- "Ένας εξαιρετικά νησιωτικός άνθρωπος
- Τόσο βαθιά ιδιωτικό ώστε να φαίνεται απρόσιτο για τον έλεγχο ενός μυθιστοριογράφου" - λέοναρντ μάικλς
- συνώνυμο:
- νησιωτικόσ
3. Narrowly restricted in outlook or scope
- "Little sympathy with parochial mentality"
- "Insular attitudes toward foreigners"
- synonym:
- insular ,
- parochial
3. Στενά περιορισμένος στις προοπτικές ή το πεδίο εφαρμογής
- "Μικρή συμπάθεια με παρωχητική νοοτροπία"
- "Εγγενείς στάσεις απέναντι στους ξένους"
- συνώνυμο:
- νησιωτικόσ ,
- παροχιακόσ